μεθόπλιο

μεθόπλιο
το
το πίσω μέρος τού ονυχώδους τοιχώματος τής οπλής τών ιπποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -οπλιο (< ὁπλή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεθοπλιακός — ή, ό [μεθόπλιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεθόπλιο 2. φρ. (κτηνιατρ.) «μεθοπλιακή σχισμή» κάθετη ρωγμή τού μεθοπλίου τών ιπποειδών η οποία, όταν εμφανίζεται, διασπά τη συνέχεια τού ονυχώδους ιστού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”